-
1 оказать
оказать παρέχω, προσφέρω· \оказать помощь παρέχω βοήθεια· \оказать гостеприимство φιλοξενώ· \оказать влияние εξασκώ επίδραση\оказать предпочтение προτιμώ* * *παρέχω, προσφέρωоказа́ть по́мощь— παρέχω βοήθεια
оказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ
оказа́ть влия́ние — εξασκώ επίδραση
оказа́ть предпочте́ние — προτιμώ
-
2 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
3 налечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.ρ.σ.1. στηρίζομαι ακουμπώ•налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•
налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.
|| πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•на всла τραβώ γερό κουπί.
|| μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.
4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.
-
4 влияние
(воздействие) η επίδραση, η επιρροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влияние
-
5 воздействие
воздействиес ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση[-ις]> ἡ ἐπενέργεια:оказывать \воздействие на кого́-л. ἐξασκῶ ἐπιρροή σέ κάποιον средство \воздействиеия μέσον ἐπίδρασης.
См. также в других словарях:
επηρεάζω — επηρέασα, επηρεάστηκα, επηρεασμένος, μτβ. 1. επιδρώ, εξασκώ επίδραση, επενεργώ (κυρίως βλαβερά): Η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα. 2. (για πρόσωπα), ασκώ ηθική επίδραση, επιδρώ στη βούληση, το συναίσθημα, την ψυχή γενικά: Ο δημαγωγός επηρεάζει τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)